μέγεθος

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέγεθος Medium diacritics: μέγεθος Low diacritics: μέγεθος Capitals: ΜΕΓΕΘΟΣ
Transliteration A: mégethos Transliteration B: megethos Transliteration C: megethos Beta Code: me/geqos

English (LSJ)

Ion. (not Hp.) μέγαθος Hdt. (v. infr.), also Philox.2.19, gen. μεγέθους or μεγέθεος, τό: (μέγας):—
A greatness, magnitude, opp. πλῆθος, Anaxag.1, etc.; πλῆθος μὲν… ἐὰν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἐὰν μετρητὸν ᾖ Arist.Metaph. 1020a9.
I in Hom. always stature, of men and women, εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ' εἰσάντα ἰδέσθαι Od.5.217, cf. 6.152; ἐς μέγεθος καὶ κάλλος ὁρώμενος 18.219, cf. Pl.Chrm.154c; θηλειῶν ἀρετὴ σώματος κάλλος καὶ μέγεθος Arist.Rh.1361a7: then, generally, size, μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Hdt.3.102; μέγεθος λαβεῖν X.Cyr.1.4.3; ἡ ἐπίδοσις εἰς τὸ μ. Arist.HA560a20; of sound, loudness, βοῆς μέγεθος Th.4.126: acc. as adverb, λίθου λάμποντος μέγαθος, = μεγάλως, Hdt.2.44; but usu., in size, τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηνέων κύκλον… τὸ μ. Id.1.98; [δένδρεον] μέγαθος κατὰ συκέην μάλιστά κῃ Id.4.23; ὅσην δεῖ τὸ μέγεθος τὴν πόλιν ποιεῖσθαι Pl.R. 423b: also in plural, ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα Hdt.2.10, cf. 1.202; σμικροὶ τὰ μεγάθεα Id.3.107; κυαμιαῖοι τὰ μ. Luc.Herm.40; μεγέθη ἔργων καὶ διαθέσεων Epicur.Nat.43 G.
2 freq. in dat., μεγέθει… ἐκπρεπεστάτη in stature, A.Pers.184; ἀνθρώπους μεγέθει μεγίστους καὶ ἥκιστα διαφόρους ἐς… τὰ μεγέθεα Hp.Aër. 12; πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, of a mountain, Hdt.1.203; κρητῆρες μεγάθεϊ μεγάλοι ib.51; μεγάθεϊ μέγιστος Id.7.117; μέγεθος περιμήκεας Id.2.108; μεγάθεϊ σμικροί = small in size ib.74; ἐλάττω τῷ μεγέθει Arist.HA560b5.
II of quality and degree, greatness, magnitude, πόνων E.Hel. 593; τῆς παρανομίας Th.6.15; τῆς ζημίας Lys.1.3; τῆς κολάσεως Pl. Lg.934b; importance, μ. ἐχούσας πράξεις D.H.Isoc.6.
2 might, power, E.Ba.273; δαίμονος μεγέθει πάντα ἐπέχοντος X.Smp.8.1.
3 greatness, magnanimity, Plu.Alex.14; περί τι Id.Ant.24.
4 Rhet., loftiness, sublimity, μέγεθος περιτιθέναι τοῖς πράγμασιν D.H.Comp. 17, cf. Demetr.Eloc.5, Hermog.Id.1.5, etc.; λόγων μ. Longin.4.1, al.: in plural, sublime objects, Id.9.1, al.
III Math., magnitude, Gorg.3; μέγεθος ἔχειν Pl.Ti.57d, cf. Iamb.Comm.Math.3, etc.; extension, Plot.2.4.11: in plural, magnitudes, Pl.Prt. 356c; τὰ μ. τὰ γεγραμμένα IG7.3073.102 (Lebad.).
2 Astron., magnitude, of stars, Cleom. 1.11, Ptol.Alm.7 passim.
IV Gramm., metrical length, τὸ μέγιστον μέγεθος τρίχρονον A.D.Synt.133.26, cf. EM419.50.
2 τὰ ἐν τῷ μέτρῳ μεγέθη = the recognised lengths of lines in a metre, Heph.12.3.
V τὸ μέγεθος τινός, as title, his Highness, POxy.2107.8 (iii A. D.); τὸ σὸν μέγεθος Cod.Just.8.10.12.1a.

German (Pape)

[Seite 110] τό (μέγας), ion. μέγαθος, Her., die Größe, körperlich u. geistig; bei Hom. von hohem Wuchs der Männer u. Frauen, stattliche Leibesgröße, mit εἶδος vrbdn, Od. 5, 217. 6, 152; μεγέθει τι τῶν νῦν εὐπρεπεστάτα πολύ, Aesch. Pers. 180; auch μέγεθος πῶν πόνων, Eur. Hel. 599; πόλεως, Andr. 196; μ. λαμβάνειν, heranwachsen, Xen. Cyr. 1, 4, 3; μέγεθος τοῦ στόλου, Plat. Legg. III, 698 b; καὶ πλῆθος, V, 733 b; ῥώμη, Rep. VI, 488 a; auch im plur., μεγέθεσι κάλλεσί τε ἔργων, Critia. 115 d; Her. sagt μεγάθεϊ μέγας, σμικρός, 1, 51. 4, 52; häufig steht μέγεθος absolut, was die Größe anbetrifft, an Größe, 1, 98. 2, 44. 73; auch im plur., εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι ποταμοὶ οὐ. κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα, 2, 10; ὅσην δεῖ τὸ μέγεθος τὴν πόλιν ποιεῖσθαι, Plat. Rep. IV, 423 b; θαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος, Charmid. 154 c, u. so bei den Folgdn; seltener μεγέθει μεγίστη πόλις, Luc. hist. conscr. 31.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
grandeur :
I. 1 au pr. μέγεθος λαμβάνειν XÉN grandir ; p. anal. hauteur (d'une montagne) ; en gén. taille (grande ou petite);
2 grandeur ou grosseur de volume ; p. anal. en parl. d'un cri;
II. fig. 1 grandeur, importance;
2 force, puissance;
3 grandeur d'âme.
Étymologie: μέγας.

Russian (Dvoretsky)

μέγεθος: ион. μέγᾰθος, εος τό
1 величина, размер, размеры: πλῆθος μὲν ποσόν τι ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Arst. множество есть количество счисляемое, величина - то, что измеримо; μ. или τὸ μ. Her., Plat., Thuc., μεγάθεα Her. по размерам, величиной; μεγάθεϊ σμικρός Her. малый по размерам; μ. λαμβάνειν Xen. увеличиваться, расти;
2 высота: μεγάθεϊ ὐψηλότατον τὸ οὖρος Her. высочайшая гора;
3 высокий рост, статность (εἶδος μ. τε Hom.; θαυμαστὸς τό τε μ. καὶ τὸ κάλλος Plat.);
4 степень, мера, уровень, сила (πόνων Eur.; τῆς παρανομίας Thuc.; τῆς ζημίας Lys.): βοῆς μ. Thuc. оглушительный крик;
5 размах, масштаб (τοῦ στόλου Plat.);
6 величие, могущество (sc. τοῦ δαίμονος Eur.);
7 духовное величие, высокий дух (τοῦ ἀνδρός, sc. Διογένους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μέγεθος: παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις μέγαθος, εος, τό, (μέγας)· ― μέγεθος, ὄγκος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλῆθος (πλῆθος μέν... ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 1)· Ι. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ἀναστήματος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, συναπτόμενον μετὰ τοῦ εἶδος, Ὀδ. Ε. 217., Ζ. 152· μετὰ τοῦ κάλλος, Σ. 219, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 154C· ἀκολούθως καθόλου, μέγεθος, ὄγκος, μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Ἡρόδ. 3. 103· μ. λαμβάνειν, αὐξάνεσθαι, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ― ἐπὶ ἤχου, βοῆς μ. Θουκ. 4. 126· ― ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται καὶ τὴν αἰτ. μέγαθος ἢ τὸ μέγαθος, ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ μέγεθος, κατὰ τὸν ὄγκον, τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηναίων κύκλον... τὸ μ. 1. 98 · (δένδρεον) μέγαθος κατὰ συκέην μάλιστά κῃ 4. 23· οὕτω, τὸ μέγεθος Πλάτ. Πολ. 423Β, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἑλένῃ» 1, κτλ.· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα Ἡρόδ. 2. 10, πρβλ. 1. 202· μεγέθεα μέγιστοι Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· καὶ ἐπειδὴ τὸ μέγεθος εἶναι σχετικόν, μικροὶ τὰ μεγάθεα Ἡρόδ. 3. 107· κυαμαῖοι τὰ μ. Λουκ. Ἑρμότ. 40· ― ὡσαύτως, λάμποντες μέγαθος = μεγάλως, Ἡρόδ. 2. 44· ― οὕτω, 2) κατὰ δοτ., μεγέθει... ἐκπρεπεστάτη, κατὰ τὸ ἀνάστημα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 184· πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, ἐπὶ ὄρους, Ἡρόδ. 1. 203· μεγάθεϊ μέγας 1. 51· μεγάθεϊ μέγιστος 7. 117· περιμήκεας 2. 108· καὶ μεγάθεϊ μικρὸς 2. 74· ἐλάττω τῷ μ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 11· ― ἐν Θουκ. 7. 55, ἡ πιθ. γραφὴ εἶναι ναυσὶ καὶ ἵπποις καὶ μεγέθει ἰσχυούσαις. ΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ ἢ ἐντάσεως, πόνων Εὐρ. Ἠλ. 593· τῆς παρανομίας Θουκ. 6. 15· τῆς ζημίας Λυσ. 91. 5· τῆς κολάσεως, κτλ., Πλάτ., κτλ.· μεταφ., σοβαρότης, σπουδαιότης, μ. περιθεῖναι τοῖς πράγμασιν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17· μ. ἐχούσας πράξεις ὁ αὐτ. π. Ἰσοκρ. 6. 2) μέγεθος, δηλ. ἰσχύς, ἐξουσία, Εὐρ. Βάκχ. 273, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 8, 1. 3) μέγεθος, μεγαλοψυχία, Πλουτ. Ἀλέξ. 14, Ἀντών. 24· ― παρὰ τοῖς ῥητορικοῖς συγγραφ., ὕψος, ὁ ἔξοχος χαρακτήρ, λόγων μ. Λογγῖν. 4, 1, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὑψηλά, ἔξοχα, ἐξαίσια πράγματα, ὁ αὐτ. 9, 1, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τοῖς μαθημ., τὸ μέγεθος, ἔκτασις, ὄγκος, μ. ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 57D· ἐν τῷ πληθ., μεγέθη, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 356C. IV. παρὰ Γραμμ., ἡ ποσότης συλλαβῆς.

English (Autenrieth)

εος: stature, height; see μέγας, third definition.

English (Strong)

from μέγας; magnitude (figuratively): greatness.

English (Thayer)

μεγέθους, τό (μέγας) (from Homer down), greatness: Ephesians 1:19.

Greek Monolingual

το (ΑM μέγεθος, Α ιων. τ. μέγαθος)
1. ο όγκος, η έκταση, οι διαστάσεις ενός σώματος ή αντικειμένου («μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα», Ηρόδ.)
2. το ύψος («το μέγεθος του όρους»)
3. μτφ. ο βαθμός ενέργειας ή η έντασημέγεθος καλοσύνης»)
4. συνεκδ. σπουδαιότητα, σοβαρότητα
νεοελλ.
1. ο μεγάλος αριθμός, το πλήθος («το μέγεθος της διαδήλωσης»)
2. το μήκος («το μέγεθος της οδού»)
3. αστρον. αριθμός που εκφράζει τη φαινομένη λαμπρότητα ενός αστέρα ή γενικότερα ενός ουράνιου σώματος και ο οποίος μικραίνει όσο μεγαλώνει η λαμπρότητά του
4. μαθημ. η ποσότητα η οποία μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί ή να εκφραστεί με αριθμούς
5. φυσ. φυσική ιδιότητα στην οποία είναι δυνατόν να αποδοθεί μια αριθμητική τιμή
μσν.-αρχ.
(ως τίτλος) η μεγαλειότητα, το μεγαλείο («τὸ σὸν μέγεθος», Κώδ. Ιουστιν.)
2. ποσότητα
αρχ.
1. (ιδίως στον Ομ.) (για άνδρες ή γυναίκες μαζί με τα ουσ. είδος, κάλλος) κορμοστασιά, ανάστημα
2. ισχύς, εξουσία («οὐκ ἂν δυναίμην μέγεθος ἐξειπεῖν ὅσος καθ' Ελλάδ' ἔσται», Eυρ.)
3. μεγαλοψυχία
4. (ρητ.) το ύψος έκφρασης, ο έξοχος χαρακτήρας («λόγων μέγεθος», Λογγίν.)
5. μαθημ. το εμβαδόν («μὴ μόνον ἓν ἑκατέραν μέγεθος ἔχον τὸ τρίγωνον φυτεῦσαι κατ' ἀρχάς», Πλάτ.)
6. γραμμ. η ποσότητα τών συλλαβών
7. (για ήχο) δύναμη, ένταση («βοῆς μέγεθος»)
8. (για τον καιρό) δριμύτητα, σφοδρότητα
9. στον πληθ. τὰ μεγέθη
α) τα σώματα τα οποία κατέχουν έκταση
β) μτφ. υψηλά, έξοχα, εξαίσια πράγματα («ἡρωϊκὰ μεγέθη», Λογγίν.)
10. (στη δοτ. ως επίρρ.) μεγέθει
ως προς το ανάστημα, ως προς το ύψος
11. (στην αιτ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μέγεθος, μεγέθη
α) ως προς το ανάστημα, ως προς το ύψος, ως προς τον όγκο, ως προς την έκταση
β) μεγάλως, πολύ
12. φρ. «τὰ ἐν τῷ μέτρῳ μεγέθη» — τα αναγνωρισμένα μήκη στίχων σε κάποιο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέγαθος < μέγας + επίθημα -θος (πρβλ. πλῆθος) είναι ο αρχικός, ενώ ο αττ. τ. μέγεθος < μέγαθος προήλθε από αφομοιωτική τροπή του -α-σε -ε-].

Greek Monotonic

μέγεθος: Ιων. μέγαθος, -εος, τό (μέγας
I. σπουδαιότητα, μεγαλείο, μέγεθος, ύψος, ανάστημα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ήχο, ηχηρότητα, βοῆς μέγεθος, σε Θουκ.· η δοτ. και η αιτ. χρησιμ. επιρρηματικά, μεγάθεϊ μέγας, μεγάλος σε μέγεθος, σε Ηρόδ.· μεγάθεϊ μικρός, στον ίδ.· ομοίως, ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα, ποταμοί που δεν αντέχουν καμιά σύγκριση με τον Νείλο ως προς το μέγεθος, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για διαβάθμιση, σπουδαιότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
2. μεγαλείο, δηλ. ισχύς, δύναμη, σε Ευρ., Ξεν.
3. μεγαλοπρέπεια, μεγαλοψυχία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μέγεθος, Ionic μέγαθος, εος, μέγας
I. greatness, magnitude, size, height, stature, Hom., Hdt., etc.:—of sound, loudness, βοῆς μ. Thuc.:—dat. and acc. are used adverbially, μεγάθεϊ μέγας great in size, Hdt.; μεγάθεϊ μικρός Hdt.; so, ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα rivers not bearing any proportion to the Nile in size, Hdt.
II. of Degree, greatness, magnitude, Eur., Thuc., etc.
2. greatness, i. e. might, power, Eur., Xen.
3. greatness, magnanimity, Plut.

Chinese

原文音譯:mšgeqoj 姆給拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(偉)大 相當於: (גֹּבַהּ‎) (גָּבֹול‎ / גָּדֹול‎ / הַגְּדֹולִים‎) (קֹומָה‎)
字義溯源:重大,偉大,大;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 大(1) 弗1:19

English (Woodhouse)

extent, gravity, greatness, height, importance, magnitude, size

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

magnitudo, greatness, size, 1.2.2, 1.10.4, 1.93.6, (murorum, of walls) 1.110.2, 2.7.2, 2.38.2, 2.62.1. 2.97.1. 3.23.5, 3.113.5, 3.113.6. 4.8.6, 4.126.5, 6.1.1, 6.15.4, 7.30.4. 7.55.2, 7.58.4. 7.72.2, 7.75.7, 8.66.3.

Translations

greatness

Aghwan: 𐔱𐕈𐔿𐔼𐕒𐕡𐕎; Arabic: عَظَمَة‎; Egyptian Arabic: عظمة‎; Armenian: մեծություն; Azerbaijani: böyüklük, əzəmət; Belarusian: веліч, вялі́касць; Bulgarian: величие; Chinese Mandarin: 偉大/伟大; Crimean Tatar: ululıq; Czech: velikost; Danish: storhed; Dutch: grootheid, grootte; Finnish: suuruus; French: grandeur; Georgian: სიდიადე; German: Größe; Gothic: 𐌼𐌹𐌺𐌹𐌻𐌳𐌿𐌸𐍃; Greek: μεγαλείο; Ancient Greek: μέγεθος; Hindi: महानता; Hungarian: nagyság; Italian: grandezza; Kurdish Central Kurdish: گەورەیی‎; Latin: magnitudo; Macedonian: величие, величавост, величина; Norwegian Bokmål: storhet; Persian: عظمت‎; Polish: wielkość; Portuguese: grandeza; Romanian: măreție, grandoare, mărire, mărime; Russian: величие; Sanskrit: महस्; Scottish Gaelic: meudachd; Slovak: veľkosť; Spanish: grandeza; Swedish: storhet; Tajik: азамат; Telugu: గొప్పతనం; Ukrainian: велич, величчя, величність, великість

magnitude

Armenian: մեծություն, չափ; Belarusian: велічыня; Bulgarian: големина; Catalan: magnitud; Chinese Mandarin: 大小; Dutch: grootte; Estonian: suurus, ulatus, tähtsus; Finnish: koko, laajuus, merkitys; French: ampleur; Georgian: სიდიდე; Gothic: 𐌼𐌹𐌺𐌹𐌻𐌳𐌿𐌸𐍃, 𐌼𐌹𐌺𐌹𐌻𐌴𐌹; Ancient Greek: μέγεθος; Irish: méid; Italian: vastità, magnitudine; Japanese: 大きさ; Latin: magnitudo; Macedonian: големина; Maori: kaha; Polish: wielkość; Portuguese: grandeza, magnitude; Romanian: mărime; Russian: величина, размер; Scottish Gaelic: meudachd; Spanish: magnitud; Swedish: magnitud; Tagalog: dakil; Tajik: бузургӣ; Turkish: şiddet, büyüklük; Ukrainian: величина

stature

Azerbaijani: boy; Bashkir: буй; Bulgarian: ръст, височина; Catalan: estatura; Chinese Mandarin: 身高; Galician: estatura, talla; German: Körpergröße, Statur; Hungarian: termet, magasság, testmagasság; Latin: statura; Maori: hanga; Polish: wzrost; Romanian: statură; Russian: рост

size

Albanian: madhësi; Arabic: مَقَاس‎, حَجْم‎; Hijazi Arabic: مَقاس‎, حَجِم‎; Armenian: չափ, մեծություն; Asturian: tamañu; Azerbaijani: ölçü, boy; Basque: tamaina; Belarusian: памер, велічыня; Belizean Creole: saiz; Bulgarian: размер, големина; Burmese: ဆိုက်, အရွယ်; Catalan: mida; Cebuano: gidak-on; Chinese Mandarin: 尺寸, 大小, 規模/规模; Choctaw: chito; Coptic: ⲙⲁⲓⲏ; Czech: velikost, rozměr; Danish: størrelse; Dutch: grootte, maat; Esperanto: grandeco, amplekso; Estonian: suurus; Finnish: koko, suuruus; French: taille; Galician: tamaño; Georgian: ზომა; German: Größe; Greek: μέγεθος; Ancient Greek: μέγεθος; Hebrew: גוֹדֶל‎; Hindi: आकार; Hungarian: méret; Icelandic: stærð; Igbo: ndẹlẹ; Irish: méid; Italian: taglia, dimensione, grandezza; Japanese: 大きさ, 大小, 寸法, 寸尺, 規模, サイズ; Kapampangan: degulan; Kazakh: мөлшер, өлшем, үлкендік; Khmer: ទំហំ; Korean: 크기, 사이즈; Kyrgyz: өлчөм, көлөм; Lao: ຂະຫນາດ, ຂນາດ, ເຖົາ; Latin: magnitudo; Latvian: lielums; Lithuanian: dydis; Macedonian: големина; Malay: saiz; Mongolian Cyrillic: хэмжээ; Norwegian Bokmål: størrelse; Nynorsk: størrelse; Old English: miċelnes; Persian: اندازه‎; Polish: rozmiar, wielkość; Portuguese: tamanho; Quechua: chhika; Romanian: mărime; Russian: размер, величина, объём; Scottish Gaelic: tomhas, meudachd; Serbo-Croatian Cyrillic: величѝна; Roman: veličìna; Slovak: veľkosť, rozmer; Slovene: velikost; Spanish: tamaño, talla; Swedish: storlek; Tagalog: sukat; Tajik: андоза; Thai: ขนาด; Turkish: çap, boyut, boy; Ukrainian: розмір, величина; Uzbek: kattalik, oʻlcham; Vietnamese: kích thước; Zulu: ubukhulu; ǃXóõ: ʻǁnàhã

power

Arabic: قُوَّة‎, طَاقَة‎; Armenian: ուժ; Albanian: fuqi; Aromanian: puteari, puteare, fortsã, dinami, vãrtuti; Azerbaijani: güc; Bashkir: көс; Bengali: জোর, তাকত; Bulgarian: сила; Catalan: poder, potència; Chinese Mandarin: 力量, 能量, 功率; Czech: síla; Dutch: kracht; Esperanto: potenco; Estonian: jõud; Extremaduran: poel; Fiji Hindi: taagat; Finnish: voima, vahvuus, voimakkuus; French: puissance; Galician: forza; Georgian: ძალა, ღონე; German: Kraft, Stärke; Greek: δύναμη; Ancient Greek: δύναμις; Hebrew: כוח \ כֹּחַ‎; Hindi: शक्ति, बल, ताक़त; Hungarian: erő; Indonesian: kekuatan; Irish: cumhacht; Italian: potenza, forza; Japanese: 力; Khmer: កម្លាំង; Korean: 힘, 역량(力量); Kurdish Central Kurdish: زەبر‎, قووەت‎; Northern Kurdish: hêz, qewet, zever; Kyrgyz: күч; Latgalian: spāks; Latin: potentia, vis; Latvian: spēks; Lithuanian: jėga, galia; Macedonian: сила, моќ; Malagasy: hery; Malay: kuasa; Maranao: menang; Norwegian Bokmål: kraft; Oromo: humna; Persian: قدرت‎, زور‎, نیرو‎; Plautdietsch: Krauft; Polish: siła; Portuguese: força, potência; Romanian: putere, forță, tărie; Russian: сила, мощь, дурь; Sanskrit: बल, सहस्; Sicilian: putènzia, forza; Sidamo: wolqa; Slovak: sila; Slovene: moč; Somali: quwad, xoog; Spanish: potencia, poder; Swahili: nguvu; Swedish: kraft; Tagalog: lakas; Telugu: శక్తి, బలము; Thai: แรง, กำลัง; Tocharian B: warkṣäl; Turkish: güç; Urdu: طاقت‎, قوت‎, شکتی‎; Welsh: pŵer; Yakut: күүс

might

Arabic: قُوَّة‎; Armenian: զորություն, հզորություն; Azerbaijani: qüdrət; Bulgarian: мощ, могъщество; Czech: moc; Dutch: macht; Finnish: mahti, voima; French: pouvoir, puissance; Georgian: სიძლიერე; German: Macht; Gothic: 𐌼𐌰𐌷𐍄𐍃; Ancient Greek: κράτος, δύναμις; Hungarian: hatalom; Italian: potere; Korean: 위력(威力); Latin: potestas, potentia; Macedonian: моќ; Occitan: poténcia, poder; Old English: afol; Plautdietsch: Macht; Polish: potęga, moc; Portuguese: potência; Russian: мощь, могущество; Scots: micht; Scottish Gaelic: cumhachd; Slovene: moč, mogota; Spanish: potestad, potencia, poder; Swedish: makt; Tocharian B: maiyyo; Turkish: güç; Ugaritic: 𐎓𐎇; Ukrainian: міць, могутність

importance

Arabic: أَهَمِّيَّة‎; Azerbaijani: əhəmiyyət; Bashkir: әһәмиәт; Bulgarian: важност; Catalan: importància; Chinese Mandarin: 重要; Czech: důležitost; Danish: vigtighed, betydning; Dutch: belangrijkheid, belang; Esperanto: graveco; Finnish: tärkeys, painoarvo; French: importance; Galician: importancia; Georgian: მნიშვნელობა; German: Wichtigkeit, Belang; Haitian Creole: enpòtans; Hindi: अहमियत; Hungarian: fontosság; Icelandic: mikilvægi; Irish: tábhacht; Italian: importanza; Japanese: 重要性, 大切さ; Khmer: សារៈសំខាន់; Kurdish Central Kurdish: گرنگی‎; Latin: momentum; Latvian: svarīgums, nozimība; Macedonian: важност; Malayalam: പ്രാധാന്യം; Maori: hiranga, mahurangi; Occitan: importància; Persian: اهمیت‎; Polish: ważność, doniosłość; Portuguese: importância; Romanian: importanță, însemnătate; Russian: важность, значимость; Scottish Gaelic: cudrom; Serbo-Croatian Cyrillic: важно̄ст, зна̏ча̄ј, значе̄ње; Roman: vážnōst, znȁčāj, znáčēnje; Spanish: importancia; Swahili: umuhimu; Swedish: vikt, betydelse; Tamil: முக்கியத்துவம்; Tibetan: གལ་གནད, གཙིགས, འགངས; Turkish: önem, ehemmiyet; Ukrainian: важливість; Urdu: اہمیت‎; Uzbek: ahamiyat; Yiddish: וויכטיקייט‎; Zulu: ukubaluleka, ubukhulu

loudness

Czech: hlasitost; Finnish: äänekkyys; German: Lautheit, Lautstärkepegel, Lautstärke; Hungarian: hangosság; Ido: lauteso; Latvian: skaļums; Polish: głośność; Russian: громкость; Spanish: sonoridad