οκτάμηνος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και οχτάμηνος, -η, -ο (Α ὀκτάμηνος και ὀκτώμηνος, -ον, θηλ. πληθ. και ὀκτάμηνοι)
1. αυτός που βρίσκεται στον όγδοο μήνα, που έχει ηλικία οκτώ μηνών
2. αυτός που διαρκεί οκτώ μήνες («οκτάμηνη θητεία»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οκτάμηνο- χρονική περίοδος οκτώ μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μηνός (< μήν, μηνός)].