θητεία

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θητεία Medium diacritics: θητεία Low diacritics: θητεία Capitals: ΘΗΤΕΙΑ
Transliteration A: thēteía Transliteration B: thēteia Transliteration C: thiteia Beta Code: qhtei/a

English (LSJ)

ἡ, (θητεύω)
A hired service, service, S.OT1029, Isoc.14.48: in plural, ib.11.38, D.H.2.19.
2 servility, sycophancy, c. gen., θ. ὄχλων ἢ δυναστῶν Epicur.Sent.Vat.67.

German (Pape)

[Seite 1211] ἡ, Lohndienst; Soph. O. R. 1029; VLL. μίσθωσις, δουλεία; Isocr. 14, 48 ἐπὶ θητείαν ἰόντες, Gegensatz von δουλεύοντες. Von Sp. D. Hal. 2, 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
salaire, prix d'un travail à la journée.
Étymologie: θητεία.

Russian (Dvoretsky)

θητεία: ἡ тж. pl. работа по найму, служба (ἐπὶ θητείαν ἰόντες Isocr.): ποιμὴν ἐπὶ θητείᾳ πλάνῃς Soph. пастух, странствующий в поисках работы.

Greek (Liddell-Scott)

θητεία: ἡ, (θητεύω) ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσία, ὑπηρεσία, Σοφ. Ο. Τ. 1020, Ἱσοκρ. 306 Α· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 228 Ε, Διον. Ἁλ. 2. 19.

Greek Monolingual

η θητεύω
θητεία)
1. η υπηρεσία τών κληρωτών στον στρατό, η στρατιωτική θητεία, το στρατιωτικό
2. το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του κληρωτού
3. οποιαδήποτε υπηρεσία που εκτελείται σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η θητεία του προέδρου της Δημοκρατίας»)
αρχ.
1. η υπηρεσία με μισθό («ἐπὶ θητείαν ἰόντας», Ισοκρ.)
2. δουλοπρέπεια, κολακεία, χαμέρπειαθητεία ὄχλων ἢ δυναστῶν», Επίκ.).

Greek Monotonic

θητεία: ἡ (θητεύω), μισθωμένη υπηρεσία, θητεία, σε Σοφ.

Middle Liddell

θητεία, ἡ, θητεύω
hired service, service, Soph.

Mantoulidis Etymological

(=ὑπηρεσία μέ μισθό). Ἀπό τό θητεύω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.