ὀκτάρριζος, -ον (Α)1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες2. (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετρά-ρριζος].