ὀλὰς βάλλειν, Phot. ὀλαεῖ·
A v. οὐλαί.
ὀλαγμεύειν (Α)(κατά τον Φώτ.) «ὀλὰς βάλλειν».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση της λ. με το ὀλαί / οὐλαί.