Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Full diacritics: ὀλαγμεύειν | Medium diacritics: ὀλαγμεύειν | Low diacritics: ολαγμεύειν | Capitals: ΟΛΑΓΜΕΥΕΙΝ |
Transliteration A: olagmeúein | Transliteration B: olagmeuein | Transliteration C: olagmeyein | Beta Code: o)lagmeu/ein |
ὀλὰς βάλλειν, Phot. ὀλαεῖ· ἐνοχλεῖ, καὶ ὀλαθεῖ ὁμοίως, Hsch. ὀλαί, v. οὐλαί.
ὀλαγμεύειν (Α)
(κατά τον Φώτ.) «ὀλὰς βάλλειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση της λ. με το ὀλαί / οὐλαί.