ὀλαγμεύειν

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλαγμεύειν Medium diacritics: ὀλαγμεύειν Low diacritics: ολαγμεύειν Capitals: ΟΛΑΓΜΕΥΕΙΝ
Transliteration A: olagmeúein Transliteration B: olagmeuein Transliteration C: olagmeyein Beta Code: o)lagmeu/ein

English (LSJ)

ὀλὰς βάλλειν, Phot. ὀλαεῖ· ἐνοχλεῖ, καὶ ὀλαθεῖ ὁμοίως, Hsch. ὀλαί, v. οὐλαί.

Greek Monolingual

ὀλαγμεύειν (Α)
(κατά τον Φώτ.) «ὀλὰς βάλλειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση της λ. με το ὀλαί / οὐλαί.

Frisk Etymological English

ὀλαιμ- See also: s. λαίγματα, οὐλαι.