ὀλιγάρχης

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A oligarch, of the Decemviri, D.H.11.43.

German (Pape)

[Seite 320] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oligarque, membre d’un gouvernement oligarchique.
Étymologie: ὀλίγος, ἀρχή.

Greek Monolingual

ὀλιγάρχης, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά σε ολιγαρχία, μέλος της ρωμαϊκής δεκανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ὀλιγαρχία.