όν, = foreg., Nic.Th. 828, Doroth. ap. Heph.Astr.3.20.
[Seite 325] dasselbe, Nic. Th. 828.
ὀλοεργός, -όν (Α)1. ολοεργής2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργός (< ἔργον)].