καταστρεπτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό και καταστρεφτικός, -ή, -ό
αυτός που καταστρέφει, που προξενεί καταστροφή, ολέθριος, αφανιστικός.
επίρρ...
καταστρεπτικώς και -ά (Α καταστρεπτικῶς)
νεοελλ.
με τρόπο ολέθριο, με τρόπο που προξενεί καταστροφή
αρχ.
σαν να είναι κάποιος ή κάτι στο τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Γ. Λάτρη].