ομόγραμμος
Greek Monolingual
ὁμόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τα ίδια γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. πολύ-γραμμος].
ὁμόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τα ίδια γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. πολύ-γραμμος].