ομόγραμμος
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
Greek Monolingual
ὁμόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τα ίδια γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. πολύγραμμος].