ὁμιλήτρια

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ἡ, fem. of ὁμιλητής, Philostr.VA1.30.

German (Pape)

[Seite 331] ἡ, fem. zu ὁμιλητής, Philostr.; auch ὁμιλητρίς wird angeführt.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῑλήτρια: θηλ. τοῦ ὁμιλητής, Φιλόστρ. 39.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁμιλήτρια)
βλ. ομιλητής.