ομοϊδεάτης

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. ομοϊδεάτισσα
αυτός που έχει τις ίδιες πολιτικές ιδέες και φιλοσοφικές αντιλήψεις με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ιδέα. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].