ὁμοήθης, -ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, -ες)αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο-ήθης].