γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ὁμοήθης, -ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, -ες)αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης].