ομοιότεχνος, -ον (Α)αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με έναν άλλο, ομότεχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. πολύ-τεχνος].