ὁλόχαλκος

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A all of brass or copper, Sch.E.Ph.120.

German (Pape)

[Seite 328] ganz ehern, Schol. Eur. Phoen. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόχαλκος: -ον, ὅλος ἐκ χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 120.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόχαλκος, -ον)
ολοχάλκίνος, που απολείται εξ ολοκλήρου από χαλκό («ὁλόχαλκος ἀνδριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + χαλκός (πρβλ. εύ-χαλκος)].