όμορφος1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμορφο, εξωραΐζω («κι ο ήλιος όλα τα ομορφαίνει», Παλαμ.)2. γίνομαι όμορφος ή ομορφότερος («μεγάλωσε και ομόρφηνε»).