ὁμόρησις και ὁμορ(ρ)όησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) ομορέω1. γειτνίαση, γειτονία2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών.