γειτονία

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτονία Medium diacritics: γειτονία Low diacritics: γειτονία Capitals: ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Transliteration A: geitonía Transliteration B: geitonia Transliteration C: geitonia Beta Code: geitoni/a

English (LSJ)

ἡ,
A neighbourship, proximity, nearness, πικρὰ γειτονία Pl.Lg.843c, cf. Arist.Rh.1395b9; neighbouring region, Plot.4.4.19.
2 quarter, ward, in a city, J.BJ7.4.1:—hence γειτονίαρχος, ὁ, chief official of a ward, Hsch. s.v. ῥεγεονάριος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): γειτονεία
IG 5(2).443.13 (Megalópolis II/I a.C.), Phld.D.3.9.36, Plot.5.8.7
1 vecindad, proximidad πικρὰν γειτονίαν ἀπεργάζονται Pl.Lg.843c, οὐδὲν γειτονίας χαλεπώτερον Arist.Rh.1395b9, διὰ τὴν τῶν Παννονίων γειτονίαν D.C.54.34.4, cf. Phld.l.c., Plot.4.4.19, l.c.
plu. γειτονίαι = lugares limítrofes, regiones limítrofes ἀναμέσον τῶν γειτονιῶν Sm.Ge.49.14, περιωρίσαμεν τὸν τόπον ἐξ αὐτᾶν τᾶν γειτονειᾶν IG l.c.
2 asociación de vecinos, SEG 31.1035 (Lidia II d.C.), MAMA 7.301 (Amorion).
3 distrito I.BI 7.73.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, Nachbarschaft, Plat. Legg. VIII, 843 c; Arist. rhet. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γείτων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτονία -ας, ἡ γείτων nabuurschap.

Russian (Dvoretsky)

γειτονία: ἡ Plat., Arst. = γειτόνημα.

Greek (Liddell-Scott)

γειτονία: ἡ, ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Νόμ. 843C, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 15. 2) μέρος, συνοικία, ἐνορία πόλεως, Βυζ.· ἐντεῦθεν γειτονιάρχης, ὁ, αὐτόθι.

Greek Monolingual

η (AM γειτονία) γείτων
η κοντινή περιοχή γύρω από το σπίτι ή τον τόπο εργασίας κάποιου
μσν.- νεοελλ.
περιοχή, συνοικία πόλης
νεοελλ.
1. γειτνίαση, γειτόνεμα
2. οι γείτονες.

Greek Monotonic

γειτονία: ἡ, γειτονιά, συνοικία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

γείτων
neighbourhood, Plat.