η1. η ιδιότητα του ομοτόνου2. μουσ. συμφωνία φωνών ή οργάνων στον ίδιο τόνο, στον ίδιο ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομότονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Κουπιτώρη].