συμφωνία
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
English (LSJ)
ἡ,
A concord or unison of sound, τὴν ἐν τῇ ᾠδῇ ἁρμονίαν, ἢ δὴ συμφωνία καλεῖται = harmony in song, which is called concord Pl.Cra.405d; ἡ γὰρ ἁρμονία συμφωνία ἐστί, συμφωνία δὲ ὁμολογία τις Id.Smp.187b, cf. R.430e; λόγος ἀριθμῶν ἐν ὀξεῖ ἢ βαρεῖ Arist.AP0.90a18, cf. de An.426a29; κρᾶσίς ἐστι λόγον ἐχόντων ἐναντίων πρὸς ἄλληλα Id.Pr.921a2.
2 of two sounds only, musical concord, accord, such as the fourth, fifth, and octave, Pl.R.531a, 531c; ἡ διὰ πασῶν συμφωνία Arist.Pr.921a13, cf. Hp.Vict.1.8; distinguished from mere ὁμοφωνία, Arist.Pol.1263b35.
3 harmonious union of many voices or harmonious union of many sounds, concert, οἱ τῶν συμφωνιών λόγοι, the Pythagorean doctrine of the music of the spheres, Id.Cael.290b22, cf. IG14.793 (Naples).
II metaph., harmony, agreement, Pl.Lg.689d, Arist.Pol.1334b10; σ. τις καὶ ἰσότης Thphr.Fr.89.8; σ. τῷ λόγῳ Pl.R.401d; συμφωνία [τῆς ψυχῆς] ἑαυτῇ Id.Ti.47d; μείξας πάντα κατὰ συμφωνίαν, of a cook, Damox.2.54; unanimity, συμφωνία τῶν ἱστορησάντων Gal.15.134; opp. διαφωνία, ib. 440; concordance, of theory with observed fact, ἔχειν τοῖς φαινομένοις σ. Epicur.Ep.2p.36U., cf. Phld.Mort.10; also ἡ πρὸς τὰ πάθη συμφωνία Polystr.p.15 W.: in concrete sense, ἡ συμφωνία = τὸ συμπεφωνημένον (cf. συμφωνέω ΙΙ.2), the amount agreed upon, Ostr.364 (i A.D.).
III band, orchestra, Ἑλληνικά 1.19 (Gytheum, i A.D.), PFlor.74.5 (ii A.D.), POxy.1275.9 (iii A.D.), and so perhaps in Plb.26.1.4, 30.26.8, but used of a musical instrument in LXX Da.3.5; so Lat. symphonia, of a kind of drum, Isid.Etym.3.22.14, but of a wind instrument, Plin.HN8.157; symphoniae et cymbala strepitusque, Cels.3.18.10; ἤκουσε συμφωνίας καὶ Χορῶν Ev.Luc.15.25.
German (Pape)
[Seite 994] ἡ, wie συμφώνησις, das Zusammenstimmen, Zusammenklingen, der Einklang, Plat. Conv. 187 b; ξυμφωνίᾳ τινὶ καὶ ἁρμονίᾳ προσέοικε, Rep. IV, 430 e, u. öfter, auch übertr. – In der alten Musik: 1) die drei Consonanzen der Quarte, Quinte u. Octave, διὰ τεσσάρων, διὰ πέντε, διὰ πασῶν, sc. χορδῶν, die dah. zusammen τὰ σύμφωνα heißen, wäh-rend die übrigen Intervalle, welche zur ἐμμέλεια gehören, ἐμμελῆ genannt werden, vgl. Plut. de ει ap. Delph. 10. – 2) ein Concert (von mehrern Stimmen oder Instrumenten im Einklang), μετὰ κερατίου καὶ συμφωνίας, Pol. 26, 10, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
accord de voix ou accord de sons.
Étymologie: σύμφωνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφωνία -ας, ἡ, Att. ook ξυμφωνία σύμφωνος samenklank, harmonie, akkoord; uitbr. muziek:. ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν hoorde hij muziek en gedans NT Luc. 15.25. overdr. harmonie, overeenstemming:. σ. ἑαυτῇ harmonie met zichzelf Plat. Tim. 47d.
Russian (Dvoretsky)
συμφωνία: ἡ
1 созвучие, стройное звучание, стройность (ἐν ᾠδῇ Plat.): σ. (ἐστὶ) λόγος ἀριθμῶν Arst. созвучие есть числовое соотношение;
2 созвучность, согласованность, согласие: σ. τινὸς ἑαυτῷ Plat. внутренняя согласованность чего-л.;
3 симфония (род ударного музыкального инструмента у египтян, парфян и др.) Polyb., Diod., Plut.;
4 pl. музыка или пение (συμφωνίαι καὶ χοροί NT).
English (Strong)
from σύμφωνος; unison of sound ("symphony"), i.e. a concert of instruments (harmonious note): music.
English (Thayer)
συμφωνίας, ἡ (σύμφωνος) (from Plato down), music: Polybius 28,10, 5; (plural of 'the music of the spheres,' Aristotle, de caelo 2,9, p. 290b, 22; others.))
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σύμφωνος
1. συνταύτιση φωνών ή ήχων
2. (κατ' επέκτ.) αρμονική ένωση πολλών φωνών ή ήχων, αρμονία, σε αντιδιαστολή με την παραφωνία
3. ομοιότητα ή ταύτιση γνωμών ή ενεργειών, ομοφωνία (α. «συμφωνία αντιλήψεων» β. «συμφωνίαν δὲ εῖναι ὁμοδογματίαν περὶ τῶν κατὰ βίον», Ηρωδιαν.)
4. συνομολόγηση σύμβασης, ιδίως εμπορικής
5. η ίδια η σύμβαση, ιδιωτικό συμβόλαιο, συμφωνητικό
νεοελλ.
1. μουσ. μεγάλης έκτασης μορφή μουσικής σύνθεσης για ορχήστρα που αποτελείται συνήθως από αριθμό εκτεταμένων τμημάτων, από τα οποία ένα τουλάχιστον χρησιμοποιεί τη φόρμα σονάτα
2. όρος σύμβασης («δέχθηκε με τη συμφωνία να μην γίνει άλλη αύξηση»)
3. ομοιότητα ή ταύτιση ιδιοτήτων («συμφωνία χαρακτήρων»)
4. διεθν. δίκ. σύμβαση μεταξύ κρατών, συνθήκη
5. γεωλ. διάταξη ιζηματογενών πετρωμάτων κατά παράλληλες σειρές
6. φρ. α) «συμφωνία κυρίων»
i) μορφή συμφωνίας μεταξύ κρατών, μη γραπτή συνήθως και βασισμένη στον λόγο τιμής τών εκπροσώπων τους, οι οποίοι αναλαμβάνουν προσωπικά τη δέσμευση της εκτέλεσης του περιεχομένου της συμφωνίας από τα κράτη τους
ii) (οικον.) η πιο χαλαρής μορφής συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, η οποία γίνεται άτυπα και προφορικά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρηματιών ή κορυφαίων διοικητικών στελεχών τους και στηρίζεται στον λόγο της τιμής τους
β) «συμφωνία ταμείου» — η αριθμητική σύμπτωση ανάμεσα στα μετρητά που βρίσκονται στο χρηματοκιβώτιο του ταμία και στο βιβλίο του ταμείου
αρχ.
1. σύνολο αρμονικά ηχούντων οργάνων, ορχήστρα
2. είδος κρουστού ή πνευστού μουσικού οργάνου
3. συνήχηση διαστημάτων ευχάριστη στην ακοή, σε αντιδιαστολή με τη διαφωνία
4. αρμονία μεταξύ της θεωρίας και του υπό εξέταση γεγονότος («ἔχειν τοῖς φαινομένοις συμφωνίαν», Επίκ.)
5. φρ. «ἡ διὰ πασῶν συμφωνία» — η διαπασών.
Greek Monotonic
συμφωνία: ἡ,
I. συνήχηση, αρμονία ήχου, ομοτονία, αρμονία, συγχορδία, σε Πλάτ.
II. μεταφ., συναίνεση, ομοφωνία, ομοψυχία, σύμπνοια, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συμφωνία: ἡ, ἁρμονία ἤχου, ὁμοφωνία, τὴν ἐν ᾠδῇ ἁρμονίαν, ἣ δὴ σ. καλεῖται Πλάτ. Κρατ. 405D· ἡ γὰρ ἁρμονία σ. ἐστί, σ. δὲ ὁμολογία τις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 187Β, πρβλ. Πολ. 430Ε· λόγος ἀριθμῶν ἐν ὀξεῖ ἢ βαρεῖ Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 2, 3, πρβλ. π. Ψυχ. 3. 2, 11· συμφ. κρᾶσίς ἐστι λόγων ἐχόντων ἐναντίως πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 19. 38. 2) κυρίως ἐπὶ δύο μόνον ἤχων ἢ φθόγγων, μουσικὴ συμφωνία, ἁρμονία, οἷον ἡ τετάρτη, ἡ πέμπτη καὶ ἡ ὀγδόη (ἴδε ἐν λέξ. διαπασῶν), Πλάτ. Πολ. 531Α, C, Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, κτλ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῆς ἁπλῆς ὁμοφωνίας, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 2. 5, 14, Πλούτ. 2. 389D· πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 593. 3) ἡ ἁρμονικὴ ἕνωσις πολλῶν ὁμοῦ φωνῶν ἢ ἤχων, συναυλία (concert), οἱ τῶν σ. λόγοι, ἡ Πυθαγ. θεωρία τῆς μουσικῆς ἁρμονίας τῶν κύκλῳ φερομένων οὐρανίων σωμάτων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 9, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἁρμονία, συμφωνία, Πλάτ. Νόμ. 689D, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 15, 7· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολ. 401D· ξ. τῆς ψυχῆς ἑαυτῇ ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 47D· μίξας πάντα κατὰ συμφωνίαν, ἁρμονικῶς καὶ συμμέτρως, ἐπὶ μαγείρου, Δαμόξεν. ἐν «Συντρόφοις» 1. 54· πρβλ. συμφωνέω ΙΙ. ΙΙΙ. πιθαν. ὡς ὄνομα μουσικοῦ ὀργάνου, Πολύβ. 26. 10, 5, πρβλ. 31. 4. 8, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 577· οὕτω παρὰ τῷ Prudent. symphonia φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ Αἰγυπτιακὸν σεῖστρον, sistrum, ἴδε Ἰσιδ. Ἐτυμ. 3. 22, Δουκάγγ. ἐν λέξ. symphonia.
Middle Liddell
συμφωνία, ἡ, [from συμφωνέω
I. concord or unison of sound, Plat.
II. metaph. harmony, agreement, Plat.
Chinese
原文音譯:sumfwn⋯a 沁-賀你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-聲音
字義溯源:聲音和諧,交響樂,作樂的聲音,音樂;源自(σύμφωνος)=共同發聲,和諧),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(φωνή)*=聲音)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 作樂的聲音(1) 路15:25
English (Woodhouse)
accordance, agreement, concord, unanimity
Translations
agreement
Arabic: اِتِّفَاق, تَوَافُق, تَفَاهُم; Moroccan Arabic: اتفاقية; Azerbaijani: razılaşma, saziş, müqavilə, bağlaşma; Belarusian: пагадненне; Bengali: করার; Bulgarian: съгласие; Catalan: acord, pacte; Chinese Mandarin: 協議/协议, 同意, 答應/答应, 協定/协定; Corsican: accordu; Czech: domluva, souhlas, soulad; Danish: aftale, samtykke; Dutch: afspraak, overeenkomst, goedkeuring; Esperanto: interkonsento; Finnish: sopimus; French: accord, entente, pacte; Galician: acordo; German: Vereinbarung, Zustimmung; Gothic: 𐍃𐌰𐌼𐌰𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: συμφωνία; Ancient Greek: ἅδιξις, ἀκολουθία, ἁρμονία, διαλλαγή, διομολογία, καταίνεσις, ξύμπνοια, ξυμφωνία, ξυναλλαγή, ξύνθεσις, ξύνθημα, ὁμολογά, ὁμολογία, ὁμολογίη, ὁμόνοια, ὁμοφωνία, πάκτον, συγκατάθεσις, συγχρηματισμός, συγχώρημα, συγχώρησις, σύμπνοια, συμπνοίη, συμφρόνησις, συμφώνημα, συμφώνησις, συμφωνία, συναλλαγή, σύνθεσις, σύνθημα, σύννευσις, συνομολογία, συνομόνοια, συντονία, συντρέχεια, συνῳδία, τὸ συμπνεῖν; Hebrew: הֶסְכֵּם, הַסְכָּמָה; Hindi: इक़रार; Hungarian: megegyezés, egyezmény; Irish: conradh; Italian: consenso, accordo; Japanese: 合意, 一致, 納得, 賛成; Kazakh: келісім; Khmer: កិច្ចព្រមព្រៀង, កតិកា; Korean: 협정(協定), 합의(合意), 동의(同意); Kurdish Central Kurdish: یەککەوتن; Northern Kurdish: peyman, tifaq; Kyrgyz: макулдук, келишим; Lao: ກະຕິກາ, ຂໍ້ຕົກລົງ; Latin: sponsio, pactum, foedus, compectum; Macedonian: спогодба, агреман; Malay: persetujuan; Malayalam: ഉടമ്പടി, തീരുമാനം; Maltese: ftehim; Maori: whakaaetanga, kirimana; Mirandese: acuordo; Navajo: ahaʼdeetʼaah; Norman: accord; Norwegian Bokmål: avtale, samtykke, overenskomst; Persian: پیمان, توافق; Polish: umowa; Portuguese: consenso, acordo, pacto; Romanian: acord, consens, înțelegere; Russian: согласие, договор, договор, соглашение, договорённость; Scottish Gaelic: aontachadh, còrdadh, aonta; Serbo-Croatian Cyrillic: спо̏разӯм; Roman: spȍrazūm; Sicilian: accordu, accordiu; Slovak: dohoda; Slovene: dogovor; Spanish: acuerdo, convenio; Swahili: mkataba; Swedish: avtal, överenskommelse, samtycke; Tagalog: usapan; Tajik: маслиҳат, созиш, тавофуқ; Thai: กติกา; Tocharian B: plāksar; Tok Pisin: agrimen; Ukrainian: угода, договір, домовленість; Vietnamese: đồng ý, hiệp định; Walloon: acoird; Welsh: cydfod, cytundeb, cytgord