ὀνειδείω

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

poet. for sq., ThebaïsFr.3.

German (Pape)

[Seite 345] = ὀνειδίζω, poet. bei Schol. Soph. O. C. 1375, wo Buttm. für ὀνειδείοντες conj. ὀνείδειον τόδ'.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδείω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. ἔν τινι Ἀποσπάσματι τοῦ Θηβαϊκοῦ κύκλου παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1375, ἔνθα ὁ Buttm. ὀνείδειον τόδ’ ἔπεμψαν, ἀντὶ ὀνειδείοντες ἔπ-.

Greek Monolingual

ὀνειδείω (Α)
(ποιητ. τ.) ονειδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονειδεσ-jο < ὄνειδος.