ὀνειδίζω
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
A fut. ὀνειδιῶ S. OT1423, E.Tr.430, Pl.Ap.30a: aor. ὠνείδισα (Ep. ὀν-) Il.9.34, etc.: pf. ὠνείδικα Lys.16.15:—Pass., E.Tr.936, etc.: fut. Med. ὀνειδιεῖσθε (in pass. sense) S.OT1500: aor. ὠνειδίσθην Plb.11.4.10:
I cast in one's teeth, make a reproach to one, usually c. acc. rei et dat. pers., ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον ὀνείδισας Il.9.34, cf. Od.18.380, Hes.Op.718, Hdt. 1.90,8.106; αἰσχύνομαί σοι τοῦτ' ὀνειδίσαι A.Ch.917; ἃ δ' εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας E.Med.547; ὀ. φόνον [τινί] D.21.120; ὄνειδος ὀ. εἴς τινα S.OC754, Ph.523: with a relat. clause instead of the acc., Ἀγαμέμνονι.. ὀνειδίζων, ὅτι.. Il.2.255, cf. Pl.Ap.30a, al.; ὀ. τινί, ὡς.. X.Mem.2.9.8, cf. Il.1.211 (without dat.); ὀ. εἰς ἀχαριστίαν τινί, διότι.. Plb.28.4.11: c. inf., εἴ τίς τῳ ὀ. φιλοκερδεῖ εἶναι Pl.Hipparch. 232c; ὀ. τινὶ τετρῆσθαι τὰ ὦτα D.L.2.50: without dat. pers., ὀνειδιῶν τι τῶν πάρος κακῶν make a reproach, S.OT1423, cf. 441, Hdt.8.143:—Pass., to be made a reproach, καὶ σχεδὸν δὴ πάντα.. οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται Pl.Ti.86d, cf. Th.1.77.
II without acc. rei, reproach, upbraid,
1 c. dat. pers., Lys.27.16, etc.; τισὶ περί τινος Hdt.4.79; [τινὶ] ἔς τι Id.8.92; without dat. pers., Il.7.95.
2 c. acc. pers., chide, reproach, Pl.Ap.30e; τοιαῦτ' ὀνειδίζεις με thus dost thou reproach me, S.OC1002; also ἐπειδὴ.. τυφλόν μ' ὠνείδισας (sc. ὄντα) didst reproach me with being blind, Id.OT412:—Pass., to be reproached, ἔκ τινων E.Tr.936; εἰς δειλίαν D.S.20.62; τὴν μικροπολιτείαν with.., Stob.3.39.29.
German (Pape)
[Seite 345] schmähen, schelten; ἔπεσίν μιν ὀνείδισον, Il. 1, 211; νείκει ὀνειδίζων, 7, 95, Vorwürfe machen; Ἀγαμέμνονι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν ἥρωες, ihm vorwerfend, daß, 2, 255; auch τινί τι, Einem Etwas vorwerfen, an Einem tadeln, ἀλκὴν μέν μοι ὀνείδισας, φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον, 9, 34; οὐδ' ἄν μοι τὴν γαστέρ' ὀνειδίζων ἀγορεύοις, Od. 18, 380; Hes. O. 720; αἰσχύνομαί σοι ταῦτ' ὀνειδίσαι σαφῶς, Aesch. Ch. 904; σὺ δ' ἄθλιός γε ταῦτ' ὀνειδίζων, ἅ σοι οὐδεὶς ὃς οὐχὶ τῶνδ' ὀνειδιεῖ Soph. O. R. 372; ἆρ' ἄθλιον τοὔνειδος ὠνείδισ' εἰς σέ, O. C. 758; τοιαῦτ' ὀνειδιεῖσθε, für das fut. pass., O. R. 1500; u. mit doppeltem acc., ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ' ὠνείδισας, du schaltest mich blind, 412; Eur. vrbdt ἃ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας, Med. 547; ὡς δέ οἱ ταῦτα ὠνείδισε. Her. 8, 106, der auch Σκύθαι τοῦ βακχεύειν πέρι Ἕλλησι ὀνειδίζουσι 4, 79 verbindet, u. τῷ θεῷ τούτων, hierüber, ὀνειδίσαι 1, 90; auch ἐς τὸν Μηδισμόν, in Veziehung auf, 8, 92; ἃ σὺ ἐμοὶ ὀνειδίζεις, Plat. Gorg. 508 c; ὀνειδίζω σοι, ὅτι, 526 e; όνειδιῶ, Apol. 29 e; pass., οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται, Tim. 86 d; τινὶ δειλίαν, Lys. 16, 15; Folgende, όνειδίζειν τινὶ εἰς ἀχαριστίαν, διότι Pol. 28, 4, 11, vgl. 9, 35, 6; auch τινὶ περί τινος, 30, 4, 8; D. Hal. 7, 32.
French (Bailly abrégé)
f. ὀνειδιῶ, ao. ὠνείδισα, pf. ὠνείδικα;
Pass. f. ὀνειδισθήσομαι, ao. ὠνειδίσθην;
1 injurier, invectiver, insulter;
2 reprocher : τί τινι, τινί τινος ou περί τινος, faire des reproches à qqn au sujet de qch ; ὀν. εἴς τι, se répandre en plaintes contre qch ; ὀν. τινι ὅτι ou ὡς, reprocher à qqn que ; rar. ὀνειδίζειν τινά PLAT faire des reproches à qqn ; ὀν. τινὰ τοιαῦτα SOPH faire à qqn de pareils reproches ; Pass. τοιαῦτ' ὀνειδιεῖσθε SOPH voilà les reproches qu'on vous adressera.
Étymologie: ὄνειδος.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειδίζω:
1 бранить, браниться, ругать, порицать: νείκει ὀνειδίζων Hom. злобно ругая;
2 упрекать, обращаться с упреками, делать упреки (τινά Soph., Plat. etc.; τινί τι, τινὸς περί τινος или εἴς τι Her.): τυφλόν τινα ὀ. Soph. попрекать кого-л. слепотой; ὀνειδίζεσθαί τι Soph. или ἔκ τινος Eur. быть упрекаемым в чем-л. (за что-л.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Σοφ. Ο. Τ. 1423, Εὐρ. Τρῳ. 430, Πλάτ., μεταγεν. -ίσω Ἀριστείδ.: ἀόρ. ὠνείδισα Ὅμ., κλ.: πρκμ. ὠνείδικα Λυσ. 147. 14. ― Παθ., Εὐρ. κλ.: μέσ. μέλλ. ὀνειδιεῖσθε (ἐπὶ παθ. σημασ.) Σοφ. Ο. Τ. 1500 ἀόρ. ὠνειδίσθην Πολύβ. 11. 5, 10. 1) μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπου, ὡς καὶ νῦν, ὀνειδίζω, ψέγω, κατηγορῶ τινα διά τι, ἀποδίδω εἴς τινα κακόν τι, ἐλέγχω, μέμφομαι, χλευάζω, Λατιν. objicere, exprobrare, ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον ὀνείδισας Ἰλ. Ι. 34, πρβλ. Ὀδ. Σ. 380, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 716, Ἡρόδ. 1. 41. αἰσχύνομαί σοι ταῦτ’ ὀνειδίσαι Αἰσχύλ. Χο. 917˙ ἃ δ’ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας Εὐρ. Μήδ. 547˙ ὀν. φόνον τινὶ Δημ. 533. 26 ὡσαύτως, ὀν. τι εἴς τινα Σοφ. Ο. Κ. 754, Φιλ. 523˙ ― μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως ἀντὶ τῆς αἰτ., Ἀγαμέμνονι. ὀνειδίζων, ὅτι..., Ἰλ. Β. 255, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε, κ. ἀλλ.˙ ὀν. τινι, ὡς..., Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 8˙ τινί, διότι..., Πολύβ. 28. 4, 11˙ ― ἢ μετ’ ἀπαρεμφ., εἴ τίς τῳ ὄν. φιλοκερδεῖ εἶναι Πλάτ. Ἱππαρχ. 232C˙ ὀν. αὐτῷ τετρῆσθαι τὰ ὦτα Διογ. Λ. 2. 50. ― τελευταῖον, ἄνευ τῆς δοτ. τοῦ προσώπου, ὀνειδιῶν τι τῶν πάρος κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1423, πρβλ. 441. ― Παθ., ψέγομαι, κατηγοροῦμαι διά τι, καὶ σχεδὸν δὴ πάντα... οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται Πλάτ. Τίμ. 86D. ΙΙ. παραλειπομένης τῆς αἰτ. πράγμ., ψέγω, μέμφομαι, ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, 1) μετὰ δοτ. προσ., Ἰλ. Β. 255, κτλ., Λυσ. 179. 17˙ τινὶ περί τινος Ἡρόδ. 4. 79˙ τινί τινος 1. 90 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. τοῦτο)˙ τινὶ ἔς τι 8. 92. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἔπεσίν μιν ὀνείδισον Ἰλ. Α. 211˙ νείκει ὀνειδίζων Η 95˙ τοιαῦτ’ ὀνειδίζεις με Σοφ. Ο. Κ. 1002, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε˙ ὡσαύτως, ἐπειδή... τυφλόν μ’ ὠνείδισας (δηλ. ὄντα), μὲ ἔψεξας ὅτι εἶμαι τυφλός, μὲ ὕβρισας, Σοφ. Ο. Τ. 412. ― Παθ., ὀνειδίζομαι, ψέγομαι, κατηγοροῦμαι, ἔκ τινος Εὐρ. Τρῳ. 936˙ εἴς τι Διόδ. 20. 62˙ τινὶ ἤ τι, διά τι πρᾶγμα, Στοβ. 228. 1.
English (Autenrieth)
(ὄνειδος), aor. ὀνείδισας, imp. ὀνείδισον: reproach, ‘cast in one's teeth,’ τινί τι, Ι 3, Od. 18.380.
English (Strong)
from ὄνειδος; to defame, i.e. rail at, chide, taunt: cast in teeth, (suffer) reproach, revile, upbraid.
English (Thayer)
imperfect ὠνείδιζον; 1st aorist ὠνείδισα; present passive ὀνειδίζομαι; (ὄνειδος, which see); from Homer down; the Sept. especially for חָרַף; to reproach, upbraid, revile; (on its construction cf. Winer's Grammar, § 32,1b. β.; Buttmann, § 133,9): of deserved reproach, τινα, followed by ὅτι, τί (the fault) τίνος, followed by ὅτι, to revile: τινα, ὅτι, R G Tr marginal reading WH marginal reading; τό αὐτό ὠνείδιζον αὐτόν ( αὐτῷ), αὐτός, III:1). to upbraid, cast (favors received) in one's teeth: absolutely μετά τό δοῦναι μή ὀνείδιζε, τίνι σωτηρίαν, deliverance obtained by us for one, Polybius 9,31, 4.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀνειδίζω) όνειδος
1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω
2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῖς ἀδικοῦσιν», Λυσ.)
3. περιπαίζω, χλευάζω
4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω.
Greek Monotonic
ὀνειδίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὠνείδισα, παρακ. ὠνείδικα — Παθ., με Μέσ. μέλ. ὀνειδιεῖσθε (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ὠνειδίσθην·
I. με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ., επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον, χλευάζω, πετώ κατά πρόσωπο μια μομφή σε κάποιον, ενοχοποιώ, εναντιώνομαι σε κάποιον, Λατ. objicere, exprobrare, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, ὀνειδίζειν τινὶ ὅτι, του προσάπτω αυτό, ότι..., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
II. όταν παραλείπεται η αιτ. πράγμ., μέμφομαι, ελέγχω, κατηγορώ κάποιον,
1. με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. με αιτ. προσ., ἔπεσίν μιν ὀνείδισον, σε Ομήρ. Ιλ.· τυφλόν μ' ὠνείδισας (ενν. ὄντα), με κατηγόρησες, με χλεύασες που είμαι τυφλός, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὀνειδίζω, [in pass. sense
I. c. acc. rei et dat. pers. to throw a reproach upon one, cast in one's teeth, object or impute to one, Lat. objicere, exprobrare, Hom., etc.; also, ὀνειδίζειν τινὶ ὅτι . . to impute it to him that . ., Il., Plat.
II. omitting the acc. rei, to reproach, upbraid,
1. c. dat. pers., Il., Hdt.
2. c. acc. pers., ἔπεσίν μιν ὀνείδισον Il.; τυφλόν μ' ὠνείδισας (sc. ὄντἀ did'st reproach me with being blind, Soph.
Chinese
原文音譯:Ñneid⋯zw 哦尼笛索
詞類次數:動詞(10)
原文字根:責備 相當於: (חָרַף)
字義溯源:誹謗,辱罵,譏誚,責備,斥責;源自(ὄνειδος)*=醜名)。參讀 (βλασφημέω / δυσφημέω)同義字
出現次數:總共(10);太(3);可(2);路(1);羅(1);提前(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 責備(2) 太11:20; 可16:14;
2) 辱罵(2) 路6:22; 羅15:3;
3) 譏誚(2) 太27:44; 可15:32;
4) 你們⋯受辱罵(1) 彼前4:14;
5) 他們⋯辱罵(1) 太5:11;
6) 受辱罵(1) 提前4:10;
7) 斥責人的(1) 雅1:5
Lexicon Thucydideum
exprobrare, to reproach, upbraid, 1.5.2, 3.62.4,
PASS. 1.77.2.