ονομαστήρια

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀνομαστήρια, τὰ (Α)
επέτειος της ημέρας κατά την οποία πήρε κάποιος το όνομά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ὀνομαστήριος (< ὀνομάζω + επίθημα -τήριος, πρβλ. κολασ-τήριος)].