ὀνειρήεις, -εσσα, -εν (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. πευκ-ήεις)].