ὁ,
A donkey-keeper, PLips.97 viii 20, al. (iv A. D.).
ὀνοτρόφος, ὁ (Α)άτομο που εκτρέφει όνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κληνο-τρόφος].