ὀξυηχής

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ές,

   A sharp-sounding, of high notes, Philostr.VS1.8.1 :

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυηχής: -ές, ὁ ὀξέως ἠχῶν, ἐπὶ φωνῆς ὀξείας, Φιλόστρ. 489· ὀξύηχος, ον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 97.

Greek Monolingual

ὀξυηχής, -ές (Α)
οξύηχος, αυτός που ηχεί οξέως, που έχει οξεία φωνή, οξύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ηχής (< ἦχος), πβλ. πολυ-ηχής].