ὀνοκένταυρος

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, Eselskentaur, ungeschwänzte Affenart.

Greek Monolingual

ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)
1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά
2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].