ὀξυδορκία

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὀξυδερκία, Andronic.Rhod.p.572 M., Hippod. ap. Stob.4.39.26, Plot.5.9.1, etc.

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, = ὀξυδερκία, Luc. Macrob. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυδορκία: ἡ, = ὀξυδερκία, Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 555. 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vue perçante ou regard perçant.
Étymologie: ὀξυδερκής.

Greek Monolingual

ὀξυδορκία, ἡ (Α)
βλ. οξυδερκία.