ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ὀξυδεκρία και ὀξυδορκία και ιων. τ. ὀξυδερκείη και ὀξυδερκίη, ἡ (Α) οξυδερκήςοξυδέρκεια, οξεία όραση.