οξυδερκία

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ὀξυδεκρία και ὀξυδορκία και ιων. τ. ὀξυδερκείη και ὀξυδερκίη, ἡ (Α) οξυδερκής
οξυδέρκεια, οξεία όραση.