το
χημ.
1. συσκευή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ποσότητας ενός οξέος σε ένα διάλυμα καθώς και τον προσδιορισμό της οξύτητας ορισμένων υγρών τροφίμων, όπως λ.χ. του λαδιού, του γάλακτος, του κρασιού κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μέτρο. Ο όρος αποτελεί απόδοση του γαλλ. acidimetre].