διάλυμα

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

το
υγρό που προήλθε από τη διάλυση στερεού σώματος μέσα σε διαλυτικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαλύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].