διάλυμα
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-Kτο
υγρό που προήλθε από τη διάλυση στερεού σώματος μέσα σε διαλυτικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαλύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].