ὀπισθόπους, ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α)1. αυτός που βαδίζει από πίσω, ακόλουθος, οπαδός, υπηρέτης2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + πούς, ποδός].