A get married, in irreg. aor. Pass. subj. 1pl. ὀπυασθώμεθα Lyr.Alex.Adesp.1.52 (dub. l.).
ὀπυάζομαι (Α)(αμφβλ. ποιητ. τ.) (για γυναίκα) παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπνίω / ὀπύω «παντρεύομαι», κατά τα ρ. σε -άζω].