ὀρειοβάτης
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A = ὀρειβάτης, Sch.S.OC1054 :—written ὀρηο-, Sammelb.286.2 (Ptol.); ὀρεο-, ib.294 (Ptol.).
German (Pape)
[Seite 371] ὁ, = ὀρειβάτης, Orac. Sibyll.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειοβάτης: -ου, ὁ, = ὀρειβάτης, Χρησμ. Σιβ. 5. 43, πρβλ. Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1054.
Greek Monolingual
ὀρειοβάτης, ὁ (Α)
βλ. ορειβάτης.