ορειβάτης

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, -ιδος)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής
μσν.-αρχ.
αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεο- / ὀρι- / οὐρι- / ὀρεσσι- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακροβάτης)].