ὀρειβασία

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ἡ,

   A wandering on mountains, in pl., Str.10.3.23, Ael.NA3.2, Max.Tyr.34.1.

German (Pape)

[Seite 371] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειβᾰσία: ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
marche dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.

Greek Monolingual

ὀρειβάσια, τὰ (Α) ορειβάτης
(ενν. ἱερά) θρησκευτική εορτή κατά την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές.