ὀρθοεπῶ, -έω (Α)μιλώ ή προφέρω σωστά («τὸ μὴ πᾱσι φθόγγοις ὀρθοεπεῑν», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -επῶ (< -επής < ἔπος), πρβλ. καλλι-επώ].