ορμαθός

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁρμαθός)
1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.)
2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς χορευτῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρμος (Ι) + επίθημα -αθος (πρβλ. κάλαθος, κύαθος)].