[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A harbour-master, PFay.23 ii 22 (ii A. D.).
ὁρμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)ο φύλακας του όρμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρμος (ΙΙ) + φύλαξ.