ὁριστός

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ή, όν,

   A definable, Arist.Metaph. 998b6, Plu.2.720b, A.D.Pron.27.18,al.    2 of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene).

Greek (Liddell-Scott)

ὁριστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.
Étymologie: ὁρίζω.

Greek Monolingual

ὁριστός, -ή, -όν (Α) ορίζω
1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί
2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.