κτήμα
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
Greek Monolingual
και χτήμα, το (AM κτῆμα) κτώμαι
1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι κτήμα σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται», Ομ. Οδ.)
2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση, αγρόκτημα (α. «έχω τρία σκυλιά στο κτήμα» β. «πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)
3. στον πληθ. τα κτήματα
τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια («βοῦς και τάλλα κτήματα είναι πάντα του βελτίονός τε», Πλάτ.)
4. φρ. «κτῆμα ἐς ἀεί» — αναφαίρετο απόκτημα, αιώνιο κτήμα
νεοελλ.
1. κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που έχει αυτοτέλεια, όπως αγρός, οικόπεδο ή οικοδομή
2. στον πληθ. αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνες
μσν.-αρχ.
1. συν. στον πληθ. περιουσία, πλούτος («ἔρως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», Σοφ.)
2. κωμόπολη, χωριό («ἔλαβεν ἐκ τοῦ κτήματος ὅπου ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)
3. τα υλικά
αρχ.
συν. στον πληθ.
1. κάθε απόκτημα
2. πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῖται», Ομ. Ιλ.)
3. (σε αντιδιαστολή προς το αγρός) η ακίνητη περιουσία («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῖς καὶ κτήμασι», Ισαί.)
4. φρ. «κτήματα και χρήματα» — περιουσία σε υποστατικά και χρήματα, Πλάτ.).
Translations
possession
Arabic: مُمْتَلَك; Armenian: գույք, սեփականություն; Belarusian: маёмасць, маёмасьць, скарб; Bulgarian: имущество, собственост; Burmese: ဥစ္စာ; Catalan: possessió, propietat; Chinese Mandarin: 所有物, 財產, 财产; Czech: majetek; Dutch: bezitting; Esperanto: posedaĵo; Finnish: omaisuus; French: bien; Galician: posesión; Georgian: ქონა; German: Gut; Gothic: 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍃, 𐍃𐍅𐌴𐍃; Greek: περιουσιακό στοιχείο, απόκτημα, κτήμα, περιουσία; Ancient Greek: κτῆμα, κτέαρ; Hungarian: birtok, tulajdon, vagyon, javak; Irish: sealúchas; Japanese: 保有物, 所有物; Khmer: កម្មសិទ្ធិ; Korean: 소유물; Latin: bonum; Macedonian: сопственост; Middle English: warisoun; Navajo: inchxǫ́ʼí, yódí; Norwegian Bokmål: eiendom; Old English: ǣht, āgenung; Polish: dobytek, własność, majątek; Portuguese: possessão, posse; Romanian: posesie, proprietate; Russian: имущество, собственность, добро, скарб; Slovak: majetok; Spanish: posesión; Swedish: ägodel, egendom; Thai: ครอบครอง; Tocharian B: waipecce; Ukrainian: майно, має́тність, скарб, худоба