ὀρυγμός

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὄρυγμα, Inscr.Prien.363.18 (iv B. C.).    II ὄρυγμος· βρυχόμενος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 388] ὁ, als Stammform zu ὀρυμαγδός von den Gramm. angenommen.

Greek Monolingual

ὀρυγμός, ὁ (Α) ορύσσω
βαθιά σκαμμένο μέρος του εδάφους, όρυγμα.