[Seite 395] ein heiliges, frommes Werk verrichtend, K. S.
ὁσιουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ἢ ἐκτελῶν ὅσιον, ἱερὸν ἔργον, Ἐκκλ.
ὁσιουργός, -όν (Α) αυτός που εκτελεί όσια έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσιος + -ουργός (< ἔργον)].