-ές1. ο όμοιος με οστό2. φρ. «οστεοειδής ιστός» — ιστός που μοιάζει με οστίτη ιστό, αλλά δεν είναι τελείως όμοιος με αυτόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ειδής].