ιστός
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱστός)
1. μακρύ, κυλινδρικό συνήθως, δοκάρι, κάθετο στον διαμήκη άξονα του πλοίου, πάνω στο οποίο είναι αναρτημένα τα πανιά, κατάρτι, άρμπουρο
2. εργαλείο ή μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ύφανση, αργαλειός («υφαντικός ιστός»)
3. το υφάδι, το ύφασμα που υφαίνεται («ο ιστός της Πηνελόπης»)
4. φρ. «ιστός της αράχνης» — το λεπτό σαν δίχτυ πλέγμα της αράχνης
νεοελλ.
1. βιολ. άθροισμα ομοειδών κυττάρων που επιτελούν την ίδια λειτουργία (α. «μυϊκός ιστός» β. «επιθηλιακός ιστός» γ. «φυτικός ιστός»)
2. (ορυκτολ.) το σχήμα, το μέγεθος και ο τρόπος σύνδεσης τών ορυκτολογικών συστατικών ενός πετρώματος
3. (μεταλλ.) η υφή ενός μετάλλου
4. φρ. α) «ιστός σημαίας» — το κοντάρι της σημαίας
β) «ιστός κεραίας» — μεταλλική κατακόρυφη ράβδος ή στήλη που χρησιμοποιείται στη ραδιοτεχνία για τη στήριξη της κεραίας λήψης ή εκπομπής
αρχ.
1. κομμάτι υφάσματος
2. (για μέλισσες) κηρήθρα
3. το οστό της κνήμης, το καλάμι
4. ονομασία αστερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵστημι ή, πιθ., από κάποιο μη σωζόμενο θεματικό ενεστωτικό τ. του ρ. (πρβλ. λατ. sistō). Δύο παρ. του ἱστός μαρτυρούνται στη Μυκηναϊκή: itejao (=ἱστειάων «γυναικών που ασχολούνται με την ύφανση») και itowesa (= ιστοFέσσα, επίθ. αβέβαιης σημασίας, προσδιοριστικό του ον. ἐσχάρα). Ως υποκοριστικὸ του ἱστός χρησιμοποιήθηκε ο τ. ἱστίον, που εξελίχθηκε σημασιολογικώς στο να δηλώνει όχι τον «μικρό ιστό (κατάρτι)» αλλά το «πανί» (άρμενο) του πλοίου.
ΠΑΡ. ιστίον
αρχ.
ιστάριον, ιστεών, ιστών.
ΣΥΝΘ. ιστοβοεύς, ιστοκεραία, ιστοπέδη
αρχ.
ιστάρχης, ιστοβόη, ιστοδόκη, ιστοδρομώ, ιστοθήκη, ιστοποιία, ιστοπονία, ιστοπόνος, ιστόπους, ιστοτέλεια, ιστότονος, ιστοτριβής, ιστουργείον, ιστουργία, ιστουργικός, ιστουργός, ιστοφόρος
μσν.
ιστοπόδιον, ιστούργημα
νεοελλ.
ίσταρχος, ιστογενής, ιστογόνος, ιστοθέτηση, ιστοθέτιδα, ιστοθετικός, ιστοθετώ, ιστοκαλλιέργεια, ιστολογία, ιστολογικός, ιστολυσία, ιστολυτικός, ιστόλυση, ιστοταξία, ιστοτομία, ιστοϋφάντης].