ουζάδικο

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και μεζέδες, ουζοπωλείο, ουζερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο + κατάλ. -άδικο (πρβλ. φαγ-άδικο)].