οὐλαμηφόρος

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ον,

   A bringing an army, warlike, πεῦκαι Lyc.32.

German (Pape)

[Seite 412] ein Kriegsheer bringend, führend, Lycophr. 32.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰμηφόρος: -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, πολεμικός, πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.

Greek Monolingual

οὐλαμηφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + συνδετικό φωνήεν -η- + -φόρος].