φωνήεν
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
Greek Monolingual
-εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ
1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.)
2. φρ. α) «μακρά φωνήεντα»
γραμμ. φωνήεντα μακρότερης διάρκειας, τα η και ω
β) «βραχέα φωνήεντα»
γραμμ. φωνήεντα βραχύτερης διάρκειας, τών οποίων η προφορά διαρκεί λιγότερο, τα ε και ο
γ) «δίχρονα φωνήεντα»
γραμμ. φωνήεντα με δύο προσωδιακούς χρόνους, άλλοτε μακρόχρονα και άλλοτε βραχύχρονα, τα α, ι και υ
νεοελλ.
φρ. α) «ανοιχτό φωνήεν» — το φωνήεν α
β) «ενδιάμεσα ή ημιάνοικτα φωνήεντα» — τα φωνήεντα ε και ο
γ) «κλειστά φωνήεντα» — τα φωνήεντα ι και υ
δ) «πρόσθια φωνήεντα» — τα φωνήεντα ι και ε
ε) «οπίσθια φωνήεντα» — τα φωνήεντα υ και ο
στ) «κεντρικό φωνήεν» — το φωνήεν α
ζ) «στρογγύλα φωνήεντα» — τα φωνήεντα ο και υ
η) «μη στρογγύλα φωνήεντα» — τα φωνήεντα ε και ι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. φωνήεις.